Γενικό Επιτελείο Στρατού Εθνοφυλακής

Η Ιστορία της Επιστράτευσης

   Μέχρι το 1897 όλες οι επιστρατεύσεις γίνονταν χωρίς κανένα συστηματικό σχεδιασμό. Στις 15 Φεβρουαρίου 1897, εξαιτίας της απειλής πολέμου από τη Τουρκία η Ελλάδα κήρυξε επιστράτευση, προσκλήθηκαν Έφεδροι υπό τα όπλα και συγκροτήθηκαν νέες Μονάδες. Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού ανερχόταν σε 73.142 άνδρες, από τους οποίους 1.742 ήταν αξιωματικοί.

   Η πρώτη προσπάθεια συστηματικής ρυθμίσεως της προπαρασκευής του Στρατού, σε περίπτωση κηρύξεως της χώρας σε κατάσταση επιστρατεύσεως, έγινε το 1904. Με Βασιλικό Διάταγμα της 25ης Οκτωβρίου του έτους αυτού, καθορίστηκαν τα σχετικά καθήκοντα των Σχηματισμών, των Μονάδων και των Στρατολογικών Γραφείων, η σύνταξη από το Γενικό Επιτελείο σχεδίου επιστρατεύσεως, η έκδοση διοικητικών οδηγιών, καθώς και η δημιουργία αποθηκών για το υλικό επιστρατεύσεως.

   Με νόμο που εκδόθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1910 καθορίστηκε η συγκρότηση σε κάθε περιοχή μιας εφεδρικής Μεραρχίας από επιστράτους, ρυθμίστηκε ο τρόπος μεταβάσεως του στρατού στην εμπόλεμη σύνθεση, αποφασίστηκε η δυνατότητα συμμετοχής της εθνοφρουράς στην εμπόλεμη δύναμη και η χρησιμοποίηση της εφεδρείας της για την ασφάλεια στο εσωτερικό της Χώρας. Τον επόμενο χρόνο καταστρώθηκε λεπτομερές Σχέδιο Επιστρατεύσεως, που προέβλεπε τη δυναμικότητα της χώρας σε επιστρατευόμενο πληθυσμό, επιτάξιμα κτήνη, οχήματα και κάθε είδους υλικά. Επίσης, ορίστηκε με νόμο, σε περίοδο επιστρατεύσεως κάθε εδαφικό διαμέρισμα να συγκροτεί και ένα εφεδρικό Σύνταγμα.

   Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο η κατάσταση είχε σαφώς βελτιωθεί, χάρη της εμπειρίας του προηγούμενου πολέμου και η επιστράτευση δεν άργησε να ολοκληρωθεί. Ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υπέγραψε το διάταγμα της επιστράτευσης στις 17 Σεπτεμβρίου 1912. Η επιστράτευση διεξήχθη με τάξη και υποδειγματικό τρόπο και με αληθινό ενθουσιασμό εκ μέρους όλων των Ελλήνων, που προσέρχονταν αθρόα και αυθόρμητα με πίστη στον σκοπό του Αγώνα. Να σημειωθεί η εθελοντική συμμετοχή Ελλήνων από την Κρήτη, εθελοντών από την Ήπειρο, την Μακεδονία, την Κύπρο, την Αίγυπτο αλλά και πολλών ομογενών από τη μακρινή Αμερική.

   Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1915 η Ελλάδα κήρυξε επιστράτευση, κυρίως για προληπτικούς λόγους, επειδή νωρίτερα είχε κηρύξει επιστράτευση και η Βουλγαρία. Ο Στρατός παρέμεινε υπό τα όπλα για εννέα μήνες και η αποστράτευσή του έγινε σταδιακά. Τον Απρίλιο του 1916 όλο το υλικό επιστρατεύσεως διακρίθηκε σε υλικό Στρατού, Πυροβολικού, Μηχανικού, Αυτοκινήτων, Υγειονομικού και κοινής χρήσεως. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους καθορίστηκαν με πάγιο τρόπο η αποθήκευση, κατανομή, ταξινόμηση, διαχείριση, διάθεση, αποστολή και παράδοση στα αρμόδια διαχειριστικά όργανα του υλικού επιστρατεύσεως ενώ καταργήθηκε το σύστημα εφοδιασμού που ίσχυε μέχρι τότε.

   Από τον Αύγουστο του 1917 άρχισε να γίνεται τμηματικά νέα επιστράτευση του Ελληνικού Στρατού, η οποία σημείωσε σημαντική επιτυχία, παρά τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε στα αρχικά της στάδια. Η επιστράτευση συνεχίστηκε τμηματικά μέχρι το 1922, οπότε έληξε η εκστρατεία του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία. Η συνολική δύναμη του στρατού, κατά την κορύφωση της επιστρατεύσεως, το καλοκαίρι του 1921, ξεπέρασε τους 300.000 άνδρες.

   Το σχέδιο επιστρατεύσεως που εφαρμόστηκε στις 28 Οκτωβρίου 1940 ήταν αυτό που είχε συνταχθεί το Σεπτέμβριο του 1939 και συνοδευόταν από πολλά επιμέρους σχέδια επιτάξεων, μεταφορών, διασποράς κ.τ.λ, με σκοπό τη βαθμιαία και αθόρυβη μετάπτωση του στρατού αρχικά στη μερική και στη συνέχεια στη γενική επιστράτευση. Η μερική μυστική επιστράτευση άρχισε τον Αύγουστο του 1940 μετά τον τορπιλισμό της Έλλης.  Έγιναν ατομικές προσκλήσεις εφέδρων Αξκων δήθεν για μετεκπαίδευση και ατομικές προσκλήσεις αγύμναστων οπλιτών. Η Όγδοη Μεραρχία υπεύθυνη για το τομέα της Ηπείρου, η Ενάτη Μεραρχία και η Τετάρτη Ταξιαρχία υπεύθυνες για τη Δυτική Μακεδονία και το Απόσπασμα Πίνδου συμπληρώθηκαν σχεδόν στην πολεμική τους σύνθεση. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, συγκροτήθηκε στη περιοχή Αλεξανδρουπόλεως η Μεραρχία Αρχιπελάγους, της οποίας τα Συντάγματα προέρχονταν από τα νησιά του Αιγαίου. Η Πολεμική μηχανή της χώρας την 28η Οκτωβρίου 1940 ετέθη σε λειτουργία μόνο με μία τηλεφωνική διαταγή του Γενικού Επιτελείου με λίγες λέξεις. Την πληρότητα του σχεδίου κατέδειξε η εφαρμογή του όταν μέσα σε δεκαπέντε μέρες επιτεύχθηκε η κινητοποίηση και η προώθηση 300.000 ανδρών και 125.000 κτηνών στις παραμεθόριες περιοχές προς την Αλβανία και τη Βουλγαρία. Επρόκειτο για ένα μελετημένο μηχανισμό κινητοποιήσεως, με πολύ στέρεες βάσεις και με εξαιρετική ευκαμψία. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε την προθυμία, τη σύμπνοια και την εθνική ενότητα του λαού καθώς και την πειθαρχία των επιστρατευμένων κατά την πορεία τους προς το μέτωπο.

   Με Νόμο της 18ης Αυγούστου 1945 κηρύχθηκε η λήξη της εμπόλεμης καταστάσεως, ενώ το Μάρτιο του 1946 έληξε και η γενική επιστράτευση στην οποία βρισκόταν η Χώρα από τις 28 Οκτωβρίου 1940. Οι Ένοπλες Δυνάμεις διατηρούνταν πλέον σε μερική επιστράτευση. Ωστόσο, από τις 30 Οκτωβρίου 1948 ολόκληρη η επικράτεια κηρύχθηκε σε κατάσταση πολιορκίας, λόγω του εμφύλιου πολέμου και της έκρυθμης καταστάσεως που επικρατούσε στην ύπαιθρο. Τον Ιούνιο του 1951 έγινε το πρώτο μεταπολεμικό σχέδιο επιστρατεύσεως, το οποίο τρία χρόνια αργότερα, το 1954, προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις ετοιμότητας του ΝΑΤΟ.

   Τον Ιούλιο του 1974, εξαιτίας της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, πραγματοποιήθηκε επιστράτευση και η δύναμη του Στρατού αυξήθηκε στις 200.000 άνδρες. Παρουσιάστηκαν προβλήματα λόγω της μαζικής υλοποίησης της επιστράτευσης, τα οποία έχουν ληφθεί υπόψη στον σχεδιασμό των μετέπειτα σχεδίων Επιστρατεύσεως.